- ωμ
- Μονάδα ηλεκτρικής αντίστασης. Αντιστοιχεί με την αντίσταση ενός αγώγιμου νήματος το οποίο, διαρρέεται από ρεύμα 1 αμπέρ και εμφανίζει στα άκρα του διαφορά δυναμικού 1 βολτ. Oφείλει το όνομά της στον ομώνυμο Γερμανό φυσικό.
* * *το, Νμετρολ.-φυσ. μονάδα ηλεκτρικής αντίστασης στο Διεθνές Σύστημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. ohm < [Georg Simon] Ohm, όν. Γερμανού φυσικού].
Dictionary of Greek. 2013.